Ἡ ἔννοια τῆς λέξεως «ψηφίζω» εἶναι λογαριάζω, ὑπολογίζω. Ἄρα «ἀψηφισιά» εἶναι τὸ νὰ μὴ λογαριάζει κανεὶς κάτι· ἀλλὰ τί. Ἡ συνήθης χρήση τῆς λέξεως «ἀψήφιστος» εἶναι νὰ χαρακτηρίσει κάποιον ποὺ χωρὶς νὰ λογαριάσει κάτι προβαίνει σὲ κάποια ἐνέργεια. Ἢ νὰ περιγράψει τὸ θάρρος κάποιου ποὺ δὲν «ὑπολογίζει» τὶς ἐνδεχόμενες συνέπειες ἀπὸ τὴν ἀθέτηση κάποιας ἐντολῆς, (πβλ. στὰ κείμενα τῆς τουρκοκρατίας περισσότερο «δὲν ψηφῶ τοὺς λόγους σου»). Ἐντελῶς διαφορετικὴ ἔννοια δίνει ὅμως σὲ αὐτὴ τὴν λέξη ὁ Ἀββάς:
«Ἀδελφέ, τὸ ἀψήφιστόν ἐστι, τὸ μὴ ἰσῶσαι ἑαυτόν τινι, …». Γιὰ τὸν ἀββὰ λοιπὸν καὶ τοὺς ἁγίους γενικότερα τὸ ἀψήφιστο ἔχει αὐτὸς ποὺ δὲν ὑπολογίζει μέν, ἀλλὰ τὸν ἑαυτό του. Αὐτός ποὺ θεωρεῖ ὅτι ὁ ἴδιος δὲν εἶναι ἴσος μὲ κανέναν ἀπὸ τοὺς κατοικοῦντες ἐπὶ τῆς γῆς, ἄρα κατώτερος ἀπ’ αὐτοὺς καὶ κατ’ οὐδένα λόγο ἀνώτερος ἔστω κι ἑνὸς ἀνθρώπου. Ἄρα μιλᾶμε ἂν ὄχι γιὰ τέλος τῆς ἀρετῆς τῆς ταπεινώσεως τουλάχιστον γιὰ πολὺ προχωρημένο στάδιο κι ἑπομένως γιὰ πνευματικὸ δῶρο, γιὰ χάρη Θεοῦ, σ’ αὐτὸν ποὺ τὸ ἔχει ἀποκτήσει, κι ὄχι ἁπλῶς ἕνα ἰδίωμα.
Βλέπουμε ἐδῶ λοιπόν, πῶς ὁ ἅγιος ἀπὸ τὴ συνήθη ἔννοια χωρὶς νὰ τὴν καταργεῖ ἀνάγεται στὴν οὐσία, στὸν πυρῆνα τῆς ἔννοιας καὶ τοῦ δίνει πνευματικότερο νόημα. Εἶναι ἀρετὴ νὰ μὴ λογαριάζει κανεὶς τὶς ἀπειλὲς τῶν ἄλλων καὶ τὴ δύναμή τους. Εἶναι ὅμως πολὺ μεγαλύτερη ἀρετὴ νὰ μὴ λογαριάζει οὔτε τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό του μὲ τὰ πάθη ποὺ τὸν καταδυναστεύουν καὶ τὸν δουλαγωγοῦν. Ὁ ἄνθρωπος ποὺ τὸ κάνει αὐτό γίνεται «μέγας» κατὰ τὸ λόγο τοῦ Χριστοῦ, δηλαδὴ «πάντων διάκονος» ἄρα «κατώτερος» αὐτῶν. Καὶ ἀφοῦ καταργεῖται τὸ ἔσχατο τῶν παθῶν, ἡ φιλαυτία, εἶναι φανερὸ ὅτι ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς ἔχει πλέον ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ τὰ πάθη του.
Ὅμως ὁ ἀββὰς στὸν προσδιορισμὸ τῆς ἔννοιας προχωράει καὶ περισσότερο: «… καὶ τὸ μὴ εἰπεῖν περὶ καλοῦ ἔργου, ὅτι «κᾀγὼ τοῦτο ἐποίησα»». Θὰ μποροῦσε κάποιος νὰ θεωρεῖ ἑαυτὸν κατώτερο κάθε ἀδελφοῦ του νὰ ὑπερηφανεύεται ὅμως γιὰ τὰ ἔργα του τὰ ὁποῖα θὰ τὰ θεωροῦσε κι αὐτὰ καλά. Ὁ ἀββάς διακρίνει σ’ αὐτὸ κενοδοξία. Συνεπῶς ἡ ταπείνωση τοῦ ἀνθρώπου δὲν εἶναι τέλεια. Ὁ ἄνθρωπος ποὺ κατὰ χάριν Θεοῦ ἔχει ἀποκτήσει ταπείνωση καὶ δὲν ἔχει κατασκευάσει κίβδηλα μόνος του αὐτὴ τὴν ἀρετὴ μὲ ταπεινολογίες καὶ ἄλλες τεχνικές, ἔχει βιώσει ἐμπράκτως ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἕνα μηδὲν μπροστὰ σὲ αὐτὰ ποὺ ἐπιτελεῖ ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ. Ἄρα δὲ μένει κανένα περιθώριο νὰ «θεωρήσει» κάπου δική του συμβολὴ σὲ κάποιο καλό ἔργο. Ὅλα τὰ βλέπει, ὅπως καὶ πράγματι εἶναι, ὡς ἔργα τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου