Ἕνας ἀπό τούς Πατέρες, ὁ Εὐάγριος, εἶπε ὅτι οἱ μοναχοί δέν πρέπει νά ὀργίζονται ἤ νά στενοχωροῦν κανέναν. Καί πάλι εἶπε: Ἄν κάποιος χαλιναγωγήσει τό θυμό, χαλιναγωγεῖ τούς δαίμονες. Ἄν ὅμως ἔχει νικηθεῖ ἀπ’ αὐτό τό πάθος, εἶναι τελείως ξένος ἀπό τή μοναχική ζωή[1] καί ἄλλα σχετικά.Τί λοιπόν πρέπει νά ποῦμε ἐμεῖς γιά τόν ἑαυτό μας, πού δέν σταματᾶμε μόνο στό θυμό καί στήν ὀργή, ἀλλά πολλές φορές φτάνουμε καί μέχρι τή μνησικακία; Τί ἄλλο, παρά τό νά πενθήσουμε γι’ αὐτή τήν ἐλεεινή καί ἀπάνθρωπη κατάστασή μας.
Ἄ ς κρατήσουμε λοιπόν ἄγρυπνα τά μάτια τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματος, ἀδελφοί μου, καί ἄς βοηθήσουμε¸‘μετά Θεόν’ τούς ἑαυτούς μας, γιά νά γλυτώσουμε ἀπό τήν πίκρα αὐτοῦ τοῦ καταστρεπτικοῦ πάθους. Γιατί συμβαίνει πολλές φορές νά βάζει κανείς μετάνοια στόν ἀδελφό του -ὅταν φυσικά ψυχρανθοῦν ἤ στενοχωρηθοῦν μεταξύ τους- καί νά παραμένει καί μετά τή μετάνοια λυπημένος καί ἔχοντας λογισμούς ἐναντίον του. Δέν πρέπει αὐτός πού πολεμιέται ἀπό τούς λογισμούς ν’ ἀδιαφορήσει γιά τό θέμα, ἀλλά ἀμέσως νά τούς σταματήσει. Γιατί αὐτό εἶναι μνησικακία. Καί εἶναι ἀνάγκη νά προσέξει μέ ἄγρυπνη φροντίδα, νά μετανοήσει, ν’ ἀγωνιστεῖ, ὅπως εἶπα, γιά νά μήν μείνει πολύ καιρό μ’ αὐτούς τούς λογισμούς καί κινδυνεύσει. Γιατί μέ τό νά βάλει μετάνοια, ἁπλῶς συμμορφώνεται σέ μιά πρακτική ἐντολή καί προσωρινά ἀντιμετωπίζει τό θέμα τῆς ὀργῆς, ἀλλά δέν κάνει κανέναν ἀγώνα ἐναντίον τῆς μνησικακίας. Γι’ αὐτό καί παραμένει ἔχοντας τή λύπη ἐναντίον τοῦ ἀδελφοῦ του. Γιατί εἶναι ἄλλο πράγμα ἡ μνησικακία, ἄλλο ἡ ὀργή, ἄλλο ὁ θυμός καί ἄλλο ἡ ταραχή[2].
Κ αί σᾶς λέω ἕνα παράδειγμα, γιά νά καταλάβετε. Αὐτός πού ἀνάβει φωτιά, στήν ἀρχή ἔχει λίγη θράκα. Θράκα εἶναι ὁ πικρός λόγος τοῦ ἀδελφοῦ πού τόν λύπησε. Δές, ἡ θράκα ἔχει λίγη δύναμη. Γιατί, τί εἶναι μιά λεξούλα τοῦ ἀδελφοῦ σου; Ἄν τήν ὑποφέρεις ἔσβησες τή θράκα. Ἄν ὅμως ἀρχίσεις νά σκέπτεσαι: ‘Γιατί μοῦ τό ’πε; Καί ἐγώ μπορῶ νά τοῦ ἀπαντήσω. Ἄν δέν ἤθελε νά μέ στενοχωρήσει, δέν θά μοῦ τό ’λεγε. Καί, πιστέψτε με, θά τόν κανονίσω ἐγώ!’ Νά, ἔτσι βάζεις μικρά ξυλαράκια ἤ κάποιο ἄλλο προσάναμμα, ὅπως ἀκριβῶς κάνει αὐτός πού θέλει ν’ ἀνάψει φωτιά, καί γεμίζεις τόν τόπο μέ καπνό, πού εἶναι ἡ ταραχή. Ταραχή εἶναι ὁ ἀναβρασμός ἐμπαθῶν καί ἀτάκτων σκέψεων, πού ξεσηκώνουν τήν καρδιά καί τήν κάνουν ἐπιθετική κατά τοῦ πλησίον. Αὐτή δέ ἡ ἐπιθετική διάθεση κατά τοῦ ἀνθρώπου πού μᾶς στενοχώρησε, πολλές φορές παίρνει καί χαρακτήρα ἀπειλητικό, γιατί γίνεται καί ἐκδικητική, ὅπως ἀκριβῶς εἶπε καί ὁ ἀββᾶς Μάρκος: ‘Ἡ κακία πού γίνεται δεκτή μέ τό λογισμό, κάνει τήν καρδιά θυμώδη καί ἀπειλητική, ἐνῶ ὅταν πολεμηθεῖ μέ τήν προσευχή καί τήν ἐλπίδα προκαλεῖ μετάνοια καί συντριβή’[3].
Γ ιατί ἄν ὑπέφερες τόν ἀσήμαντο λόγο τοῦ ἀδελφοῦ σου, θά ἔσβηνες,ὅπως εἶπα, καί αὐτή τή λίγη θράκα, πρίν ξεσηκωθεῖ ἡ ταραχή. Ὅμως καί αὐτή, ἄν θέλεις, μπορεῖς εὔκολα νά τή σβήσεις, ὅσο εἶναι καιρός, μέ τή σιωπή, μέ τήν προσευχή, μέ μιά μετάνοια ὁλόκαρδη. Ἄν ὅμως παραμείνεις βγάζοντας καπνό, μ’ αὐτό τόν τρόπο ἀποθρασύνεις καί ξεσηκώνεις τήν καρδιά σου στριφογυρίζοντας στό νοῦ σου: ‘Γιατί μοῦ τό ’πε; Μπορῶ νά τοῦ ἀπαντήσω καί ἐγώ’. Ἀπ’ ὅλο αὐτό τό βράσιμο καί τή διαμάχη τῶν λογισμῶν, μέ τούς ὁποίους ἡ καρδιά ἀνάβει καί ξεσηκώνεται μέ ἐμπάθεια, ἀνάβει τό πάθος τοῦ θυμοῦ. Γιατί θυμός εἶναι τό ξάναμμα τοῦ αἵματος, πού βρίσκεται γύρω ἀπ’ τήν καρδιά, ὅπως λέει ὁ Μ. Βασίλειος[4]. Νά, ἔτσι ἀνάβει ὁ θυμός, ἔτσι βρισκόμαστε στήν κατάσταση πού τήν λέμε ὀξυχολία. Ἄν λοιπόν θέλεις μπορεῖς νά τόν σβήσεις καί αὐτόν, πρίν φέρει τήν ὀργή. Ἄν ὅμως συνεχίσεις νά ταράζεις καί νά ταράζεσαι, μοιάζεις σάν κι αὐτόν πού ρίχνει ξύλα στή φωτιά καί μεγαλώνει τή φλόγα. Καί ἔτσι γίνονται τά ἀναμμένα κάρβουνα, πού εἶναι ἡ ὀργή.
Κ αί αὐτό εἶναι ἐκεῖνο πού εἶπε ὁ ἀββᾶς Ζωσιμᾶς, ὅταν τόν ρώτησαν τί σημαίνει ἡ φράση: ὅπου δέν ὑπάρχει θυμός, σταματάει ἡ διαμάχη. Γιατί, ἄν στήν ἀρχή τῆς ταραχῆς, μόλις ἀρχίσει, ὅπως εἴπαμε, νά βγάζει καπνό καί νά πετάει μερικές σπίθες, προλάβει κανείς καί κατηγορήσει τόν ἑαυτόν του καί βάλει μετάνοια, πρίν ἀκόμα ξεσηκωθεῖ ἡ ταραχή καί γίνει θυμός, τότε μένει εἰρηνικός. Πάλι ἀφοῦ ἀνάψει ὁ θυμός, ἄν δέν ἡσυχάσει, ἀλλά ἀφήσει στήν ψυχή του τήν ταραχή καί τήν ἐκδικητικότητα, μοιάζει, ὅπως εἴπαμε, μ’ αὐτόν πού ρίχνει ξύλα στή φωτιά καί παραμένει ξαναμμένος μέχρι νά φτιάξει μεγάλα κάρβουνα. Ὅπως ἀκριβῶς λοιπόν ἡ θράκα γίνεται κάρβουνα, πού ἀποθηκεύονται καί μένουν πολλά χρόνια χωρίς νά καταστρέφονται, καί ἄν τούς ρίξει κανείς νερό, δέν σαπίζουν, ἔτσι καί ἡ ὀργή. Ἄν μείνει πολύ καιρό στήν ψυχή γίνεται μνησικακία. Καί τότε, ἄν κανείς δέν χύσει τό αἷμα του, δέν ἀπαλλάσσεται ἀπ’ αὐτή. Νά λοιπόν, σᾶς εἶπα τή διαφορά, καταλάβατε. Ἀκούσατε τί εἶναι ἡ πρώτη ταραχή, τί ὁ θυμός, τί ἡ ὀργή, καί τί ἡ μνησικακία. Βλέπετε πῶς ἀπό μιά κουβέντα φτάνουμε σέ τόσο μεγάλο κακό; Γιατί ἄν ἀπό τήν ἀρχή κατηγοροῦσε τόν ἑαυτόν του καί ὑπέμενε τό λόγο τοῦ ἀδελφοῦ του καί δέν κοίταζε νά πάρει ἐκδίκηση καί, ἀντί γιά ἕνα λόγο, νά πεῖ δύο ἤ πέντε λόγους καί ν’ ἀνταποδώσει κακό ἀντί κακοῦ, θά γλύτωνε ἀπ’ ὅλα αὐτά τά κακά. Γι’ αὐτό πάντοτε σᾶς λέω: ὅσο ἀκόμα εἶναι στήν ἀρχή τά πάθη, κόψτε τα, πρίν δυναμώσουν ἐναντίον σας καί σᾶς ταλαιπωρήσουν. Γιατί εἶναι ἄλλο πράγμα νά βγάζεις μικρό χορταράκι καί ἄλλο νά ξεριζώνεις μεγάλο δέντρο.
Δ έν παραξενεύομαι γιά τίποτα ἄλλο, παρά μόνο γιά τό ὅτι δέν καταλαβαίνουμε τί ψάλλουμε. Καθημερινά ψάλλουμε καί καταριόμαστε ἔτσι τούς ἑαυτούς μας, χωρίς νά τό καταλαβαίνουμε. Δέν ἔχουμε ὑποχρέωση νά ξέρουμε τί ψάλλουμε; Πάντοτε βέβαια λέμε: ‘Ἄν σ’ αὐτούς πού μοῦ ἀνταπέδωσαν ἀντί τῶν εὐεργεσιῶν θλίψεις, ἔκανα καί ἐγώ τό ἴδιο, τότε ἄς πέσω ἔρημος καί ἀβοήθητος στά χέρια τῶν ἐχθρῶν μου’ (Ψαλ. 7,5). Τί σημαίνει ὅμως νά πέσω; Ὅσο κανείς στέκεται ὄρθιος ἔχει τή δύναμη νά ἀμυνθεῖ κατά τῶν ἐχθρῶν του, κτυπάει, κτυπιέται, νικάει, νικιέται. Γιατί ἀκόμα εἶναι ὄρθιος. Ἄν ὅμως πέσει, πῶς μπορεῖ νά συνεχίσει τήν πάλη μέ τόν ἐχθρό, ἀφοῦ βρίσκεται πεσμένος καταγῆς; Καί καταριόμαστε τούς ἑαυτούς μας,ὄχι μόνο νά πέσουμε στά χέρια τῶν ἐχθρῶν μας, ἀλλά νά πέσουμε καί ἀβοήθητοι. Τί σημαίνει νά πέσει κανείς ἀβοήθητος στά χέρια τῶν ἐχθρῶν του; Εἴπαμε ὅτι νά πέσει κανείς σημαίνει ὅτι δέν ἔχει πιά τή δύναμη ν’ ἀντισταθεῖ, σημαίνει ὅτι βρίσκεται πεσμένος καταγῆς. Τό δέ ἔρημος καί ἀβοήθητος σημαίνει, νά μήν ἔχει ποτέ τίποτα καλό, πού νά τοῦ δώσει τή δύναμη νά σηκωθεῖ. Γιατί ἐκεῖνος πού σηκώνεται, μπορεῖ πάλι νά φροντίσει τόν ἑαυτόν του καί ὅποια στιγμή χρειαστεῖ, νά ξαναπαλαίψει μέ τόν ἐχθρό.
Μ ετά λέμε: ‘Ἄς καταδιώξει τότε ὁ ἐχθρός τήν ψυχή μου καί ἄς μέ συλλάβει αἰχμάλωτο’. Ὄχι μόνο νά μᾶς καταδιώξει, ἀλλά καί νά μᾶς συλλάβει, ὥστε νά εἴμαστε αἰχμάλωτοι σ’ αὐτόν πάντα, νά μᾶς νικάει, καί σέ καθετί νά μᾶς καταβάλλει, ἄν ἀνταποδίδουμε τό κακό σ’ ὅσους μᾶς ἐκδικοῦνται. Καί δέν εὐχόμαστε μόνον αὐτό, ἀλλά καί νά ποδοπατήσει τή ζωή μας (Ψαλ. 7,6). Τί εἶναι ἡ ζωή μας; Ἡ ζωή μας εἶναι οἱ ἀρετές. Καί παρακαλοῦμε νά ποδοπατηθεῖ ἡ ζωή μας στό χῶμα, γιά νά γίνουμε ἐντελῶς χωμάτινοι, ἔχοντας στραμμένο ὅλο τό λογισμό μας στή γῆ. ‘Καί τή δόξα μας ἄς τή θάψει βαθιά στό χῶμα’. Τί ἄλλο εἶναι ἡ δόξα μας, παρά ἡ γνώση πού γεννιέται στήν ψυχή πού τηρεῖ τίς ἅγιες ἐντολές; Αὐτό λοιπόν λέμε.Δηλαδή νά μᾶς δοξάσει, ὅπως λέει ὁ Ἀπόστολος (Φιλ. 3,19) μέσα στήν αἰσχύνη μας. Νά ποδοπατήσει στό χῶμα τή ζωή μας καί νά κάνει τή ζωή μας καί τή δόξα μας γήϊνα, ὥστε τίποτα νά μήν λογιαζόμαστε, σύμφωνα μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἀντίθετα νά σκεπτόμαστε πάντα σωματικά, πάντα σαρκικά σάν αὐτούς γιά τούς ὁποίους λέει ὁ Θεός: ‘Δέν θά παραμείνει γιά πολύ τό πνεῦμα μου σ’ αὐτούς τούς ἀνθρώπους ἐπειδή φρονοῦν καί ζοῦν σαρκικά’(Γεν. 6,3).
Ἔ τσι λοιπόν ψέλνοντας ὅλα αὐτά, καταριόμαστε τούς ἑαυτούς μας, ἄν ἀποδίδουμε κακό ἀντί γιά κακό. Καί ὅμως πόσα κακά ἀντί κακῶν ἀποδίδουμε καί δέν μᾶς ἐνδιαφέρει καθόλου, ἀλλά ἀδιαφοροῦμε.
Σ υμβαίνει δέ πολλές φορές ν’ ἀποδίδει κανείς κακό ἀντί γιά κακό ὄχι μόνο μέ πράξη, ἀλλά καί μέ λόγο καί μέ τή στάση του. Καί παρουσιάζεται ἐξωτερικά ὅτι δέν ἀνταπέδωσε μέ πράξη τό κακό, ἀλλά βλέπει ὅτι τό ἀνταπέδωσε μέ λόγο ἤ, ὅπως εἶπα, μέ τή συμπεριφορά του. Γιατί πολλές φορές κάνει κανείς ἕνα μορφασμό ἤ μιά κίνηση ἤ ρίχνει ἕνα βλέμμα καί ταράσσει τόν ἀδελφό του. Γιατί μπορεῖ κανείς καί μ’ ἕνα βλέμμα καί μέ μιά κίνηση νά πληγώσει τόν ἀδελφό του. Καί εἶναι καί αὐτό ἀνταπόδωση κακοῦ ἀντί κακοῦ. Ἄλλος προσπαθεῖ νά μήν ἀνταποδώσει τό κακό οὔτε μέ πράξη, οὔτε μέ λόγο, οὔτε μέ μορφασμό ἤ μέ κίνηση. Λυπᾶται ὅμως στήν ψυχή του γιά τόν ἀδελφό του καί στενοχωριέται μαζί του. Βλέπετε πόση διαφορά καταστάσεων! Ἄλλος πάλι δέν τρέφει καμιά λύπη γιά τόν ἀδελφό του. Ἄν ὅμως ἀκούσει ὅτι κάποτε κάποιος τόν στενοχώρησε ἤ γόγγυσε ἐναντίον του ἤ τόν ἔβρισε, εὐχαριστιέται πού τ’ ἀκούει καί βρίσκεται καί αὐτός στήν κατάσταση ν’ ἀποδίδει κακό ἀντί γιά κακό μέσα στήν καρδιά του. Ἄλλος οὔτε κακία κρατάει, οὔτε χαίρεται ὅταν ἀκούει κακολογία γιÕ αὐτόν πού τόν ἔθλιψε, ἀλλά στενοχωριέται βαθιά ἄν ἐκεῖνος λυπηθεῖ. Δέν αἰσθάνεται ὅμως εὐχάριστα ἄν τοῦ συμβεῖ κάτι καλό, ἀλλά ἄν τόν δεῖ νά δοξάζεται ἤ ν’ ἀναπαύεται, στενοχωριέται. Καί εἶναι καί αὐτό ἕνα εἶδος μνησικακίας, ἐλαφρότερο, ὅμως πραγματικό. Πρέπει δέ νά χαίρεται κανείς γιά τά καλά τοῦ ἀδελφοῦ του καί νά κάνει τά πάντα γιά νά τόν ἐξυπηρετήσει καί μέ καθετί νά φροντίζει νά τόν τιμάει καί νά τόν ἀναπαύει.
Σ τήν ἀρχή τοῦ λόγου εἴπαμε ὅτι πολλές φορές συμβαίνει νά βάλει κάποιος μετάνοια στόν ἀδελφό του καί μετά τή μετάνοια νά παραμένει ἀκόμα λυπημένος μαζί του.Τότε λέμε ὅτι, βάζοντας μετάνοια, τήν μέν ὀργή θεράπευσε μ’ αὐτή τή μετάνοια, ἐναντίον ὅμως τῆς μνησικακίας δέν ἀγωνίστηκε ἀκόμα. Ὑπάρχει δέ καί ἄλλος πού ἄν συμβεῖ νά στενοχωρηθεῖ μέ κάποιον καί βάλουν μετάνοια καί συγχωρεθοῦν εἰρηνεύει ἀπέναντί του καί δέν βαστάει στήν καρδιά του καμία κακή ἀνάμνηση γιά αὐτόν. Ἄν ὅμως συμβεῖ, μετά ἀπό μερικές ἡμέρες, νά τοῦ πεῖ κάτι πού νά τόν στενοχωρήσει, ἀρχίζει νά ξαναθυμᾶται καί τά πρῶτα καί ν’ ἀναστατώνεται, ὄχι μόνο γιά τά δεύτερα, ἀλλά καί γιά τά πρῶτα. Αὐτός μοιάζει μέ ἄνθρωπο πού ἔχει πληγή καί βάζει ἔμπλαστρο. Καί προσωρινά μέ τό ἔμπλαστρο τήν ἐπουλώνει. Εἶναι ὅμως ἀκόμα τό μέρος εὐαίσθητο καί ὁποιαδήποτε στιγμή τοῦ ρίξει κανείς μιά πέτρα, πληγώνεται πιό εὔκολα ἀπ’ ὅλο τό ἄλλο σῶμα καί ἀρχίζει ἀμέσως νά αἱμορραγεῖ. Ἔτσι παθαίνει καί αὐτός. Εἶχε πληγή καί τῆς ἔβαλε ἐπάνω ἔμπλαστρο, πού εἶναι ἡ μετάνοια. Καί προσωρινά μέν θεράπευσε τήν πληγή ἀκριβῶς ὅπως καί ὁ πρῶτος, δηλαδή θεράπευσε τήν ὀργή, καί ἄρχισε νά φροντίζει καί γιά τή μνησικακία προσπαθώντας νά μήν κρατήσει καμιά κακή ἐνθύμηση στήν καρδιά του. Αὐτό ἀκριβῶς εἶναι ἡ ἐπούλωση τοῦ τραύματος. Δέν τό ἐξαφάνισε ὅμως μέχρι τώρα ἐντελῶς, ἀλλά ἀκόμα ἔχει τό ἔλλειμμα τῆς μνησικακίας, πού εἶναι ἡ οὐλή ἀπ’ ὅπου εὔκολα ξανανοίγει ὅλο τό τραῦμα, ὅταν δεχτεῖ μικρό κτύπημα. Πρέπει λοιπόν ν’ ἀγωνιστεῖ, γιά νά ἐξαφανίσει ἐντελῶς τήν οὐλή, ὥστε καί νά ξαναβγάλει τρίχες τό μέρος ἐκεῖνο καί νά μήν μείνει καμιά ἀσχήμια, οὔτε νά γίνεται καθόλου ἀντιληπτό ὅτι βρισκόταν σ’ ἐκεῖνο τό μέρος τραῦμα.
Π ῶς ὅμως μπορεῖ νά τό κατορθώσει κανείς αὐτό; Μέ τό νά προσεύχεται μ’ ὅλη του τήν καρδιά γι’ αὐτόν πού τόν λύπησε καί νά λέει: ‘Θέε μου, βοήθησε τόν ἀδελφό μου καί μέ τίς εὐχές του καί μένα’. Καί βρίσκεται στή θέση νά προσεύχεται γιά τόν ἀδελφό του -πράγμα πού ἀποτελεῖ ἀπόδειξη τῆς ἀγάπης καί τῆς συμπάθειας- καί νά ταπεινώνεται ζητώντας βοήθεια μέ τίς εὐχές του. Ὅπου δέ ὑπάρχει συμπάθεια, ἀγάπη καί ταπείνωση,πῶς μπορεῖ νά ὑπερισχύσει θυμός ἤ μνησικακία ἤ κάποιο ἄλλο πάθος; Καθώς εἶπε καί ὁ ἀββάς Ζωσιμᾶς: ‘Καί ἄν ἀκόμα ξεσηκώσει ὅλα τά σύνεργα τῆς κακίας του ὁ διάβολος μέ ὅλα τά δαιμόνιά του, ὅλες οἱ πονηρίες του ἀχρηστεύονται καί συντρίβονται ἀπό τήν ταπείνωση, πού φέρνει ἡ τήρηση τῆς ἐντολῆς τοῦ Χριστοῦ’ [5]. Λέει δέ κάποιος ἄλλος Γέροντας: ‘Αὐτός πού προσεύχεται γιά τούς ἐχθρούς του, δέν ἔχει μέσα του μνησικακία’ [6].
Κ ατανοῆστε καλά ὅ, τι ἀκοῦτε καί κάνετέ τα πράξη. Γιατί πραγματικά, ἄν πρακτικά δέν τά ἐφαρμόσετε, μέ τά λόγια δέν μπορεῖτε αὐτά νά τά μάθετε. Ποιός ἄνθρωπος πού θέλει νά μάθει μιά τέχνη, τή μαθαίνει μόνο μέ τά λόγια; Ὁπωσδήποτε πρῶτα φτιάχνει καί χαλάει καί ξαναφτιάχνει καί ξαναχαλάει και ἔτσι, κοπιάζοντας λίγο καί ὑπομένοντας, μαθαίνει τήν τέχνη, μέ τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ, πού βλέπει τήν προαίρεση καί τόν κόπο του καί τόν δυναμώνει στό ἔργο. Καί ἐμεῖς θέλουμε νά μάθουμε τήν μεγαλύτερη ἀπ’ ὅλες τίς τέχνες[7], χωρίς νά καταπιαστοῦμε μέ ἔργα; Πῶς εἶναι δυνατόν; Ἄς προσέξουμε τούς ἑαυτούς μας, ἀδελφοί μου, καί ἄς δουλέψουμε μέ πολλή ἐπιμέλεια, ὅσο ἔχουμε ἀκόμα καιρό. Ὁ Θεός νά δώσει νά θυμόμαστε καί νά φυλᾶμε ἐκεῖνα πού ἀκοῦμε, γιά νά μήν μᾶς ἐπιβαρύνουν τήν ἡμέρα τῆς κρίσεως.
Σημειώσεις:
1) Εἴ τις θυμοῦ κεκράτηκεν, οὗτος δαιμόνων κeκράτηκεν, εἰ δέ τις τούτῳ τῷ πάθει δεδούλωται, οὗτος μοναδικοῦ βίου ἐστί παντελῶς ἀλλότριος, καί ξένος τῶν ὁδῶν τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν· εἴπερ αὐτός ὁ Κύριος ἡμῶν λέγεται διδάσκειν τούς πραεῖς τάς ὁδούς αὐτοῦ· διό καί δυσθήρατος γίνεται τῶν ἀναχωρούντων ὁ νοῦς, εἰς τό τῆς πραότητος φεύγων πεδίον οὐδεμίαν γάρ τῶν ἀρετῶν σχεδόν οὕτω δεδοίκασιν οἱ δαίμονες, ὡς πραΰτητα·ταύτην γάρ καί Μωϋσῆς ἐκεῖνος ἐκέκτητο, πραΰς παρά πάντας τούς ἀνθρώπους κληθείς. Καί ὁ ἅγιος δέ Δαυΐδ ἀξίαν ταύτην τῆς τοῦ Θεοῦ μνήμης ἀπεφθέγξατο εἶναι· ‘Μνήσθητι Κύριε’, λέγων, ‘τοῦ Δαυΐδ καί πάσης τῆς πραότητος αὐτοῦ’. Ἀλλά καί αὐτός ὁ Σωτήρ μιμητάς ἡμᾶς ἐκέλευσε γενέσθαι τῆς ἐκείνου πραότητος· ‘Μάθετε ἀπ’ ἐμοῦ’ λέγων, ’ὅτι, πρᾶός εἰμι καί ταπεινός τῇ καρδίᾳ, καί εὑρήσετε ἀνάπαυσιν ταῖς ψυχαῖς ὑμῷν‘. Εἰ δέ τις βρωμάτων μέν, καί πομάτων, ἀπέχοιτο, θυμόν δέ λογισμοῖς πονηροῖς ἐρεθίζει, οὗτος ἔοικε ποντοπορούσῃ νηΐ, καί ἐχούσῃ δαίμονα κυβερνήτην, διό προσεκτέον ὅση δύναμις, τῷ ἡμετέρῳ κυνί, καί διδακτέον αὐτόν, τούς λύκους μόνους διαφθείρειν, καί μή τά πρόβατα κατεσθίειν, πᾶσαν ἐνδεικνύμενον πραότητα πρός πάντας ἀνθρώπους>.
(Εὐάγριος P.G.79. 1216BC).
2) Μ. Βασ. P.G. 31,369.
3) P.G. 65, 908A.
4) Μ. Βασ. P.G. 30, 424A.
Μ. Βασ. P.G. 31, 356C.
Γρ. Νύσ. P.G. 44, 160D.
Γρηγ. Ναζ. P.G. 37, 948.
Εὐάγρ. P.G. 40, 1273.
Γρηγ. Νύσ. P.G. 46, 56.
Ἰωάν. Κλιμ. P.G. 88, 836D.
5) Ἐν παντί ἁμαρτήματι ἐταπείνωσεν ἡμᾶς ὁ διάβολος, καί ὀφείλομεν εὐγνώμονες γενέσθαι τῆς ταπεινώσεως ἡμῶν· οἱ γάρ εὐγνώμονες γενόμενοι τῆς αὐτῶν ταπεινώσεως συντρίβουσι τόν διάβολον. Καί καθώς εἶπον οἱ ἅγιοι Πατέρες· ἐάν κατενεχθῇ ἡ ταπείνωσις εἰς τόν ᾅδην, εἰς τόν οὐρανόν ἀνάγεται· καί ἐάν ὑψωθῇ ἡ ὑπερηφανία ἕως τοῦ οὐρανοῦ, κατάγεται εἰς τόν ᾅδην· τίς πείθει ποτέ τεταπεινωμένον πλέξαι λογισμούς κατά τινος, ἤ κἄν ἀνέξεσθαι μέμψασθαί τινα, ἤ βάλλειν ἐπάνω ἄλλου αἰτίαν; πᾶν γάρ ὁτιοῦν πάθῃ ὁ ταπεινός ἤ ἀκούσει, ἀφορμήν λαμβάνει εἰς τό καταμέμφεσθαι καί ὑβρίζειν ἑαυτόν· καί ἐμέμνητο τοῦ ἀββᾶ Μωϋσέως ὅτε ἐξέβαλλον αὐτόν οἱ κληρικοί τοῦ ἱερατείου, εἰπόντες αὐτῷ·Ὕπαγε ἔξω, Αἰθίοψ. Καί ἤρξατο ἑαυτόν ἐπιπλήττειν καί λέγειν· Σποδόδερμε, μελανέ, καλῶς σοι ἐποίησαν· μή ὤν ἄνθρωπος ἔρχῃ εἰς τό μέσον τῶν ἀνθρώπων· καί καλῶς σοι ἐποίησαν>.
(Ἀββᾶς Ζωσιμᾶς P.G. 78, 1688A)
6) P.G. 40, 1277D.
7) <Ἀλλ’ ἔστω τις μήτε κακός, καί ἀρετῆς ἥκων εἰς τό ἀκρότατον· οὐχ ὁρῶ, τίνα λαβών ἐπιστήμην, ἤ ποίᾳ δυνάμει πιστεύσας, ταύτην ἄν θαρροίη τήν προστασίαν·τῷ ὄντι γάρ αὕτη μοι φαίνεται τέχνη τις εἶναι τεχνῶν, καί ἐπιστήμη ἐπιστημῶν, ἄνθρωπον ἄγειν, τό πολυτροπώτατον ζῶον καί ποικιλώτατον. Γνοίη δ’ ἄν τις τῇ τῶν σωμάτων θεραπείᾳ, τήν τῶν ψυχῶν ἰατρείαν ἀντεξετάσαι· καί ὅσῳ μέν ἐργώδης ἐκείνη καταμαθών, ὅσω δέ ἡ καθ’ ἡμᾶς ἐργωδεστέρα προσεξετάσας, καί τῇ φύσει τῆς ὕλης, καί τῇ δυνάμει τῆς ἐπιστήμης, καί τῷ τέλει τῆς ἐνεργείας τιμιωτέρα>.
(Γρηγ. Θεολ. P.G. 35, 425A,
Πρβλ. καί Εὐαγρ. P.G. 79, 748-49).
1) Εἴ τις θυμοῦ κεκράτηκεν, οὗτος δαιμόνων κeκράτηκεν, εἰ δέ τις τούτῳ τῷ πάθει δεδούλωται, οὗτος μοναδικοῦ βίου ἐστί παντελῶς ἀλλότριος, καί ξένος τῶν ὁδῶν τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν· εἴπερ αὐτός ὁ Κύριος ἡμῶν λέγεται διδάσκειν τούς πραεῖς τάς ὁδούς αὐτοῦ· διό καί δυσθήρατος γίνεται τῶν ἀναχωρούντων ὁ νοῦς, εἰς τό τῆς πραότητος φεύγων πεδίον οὐδεμίαν γάρ τῶν ἀρετῶν σχεδόν οὕτω δεδοίκασιν οἱ δαίμονες, ὡς πραΰτητα·ταύτην γάρ καί Μωϋσῆς ἐκεῖνος ἐκέκτητο, πραΰς παρά πάντας τούς ἀνθρώπους κληθείς. Καί ὁ ἅγιος δέ Δαυΐδ ἀξίαν ταύτην τῆς τοῦ Θεοῦ μνήμης ἀπεφθέγξατο εἶναι· ‘Μνήσθητι Κύριε’, λέγων, ‘τοῦ Δαυΐδ καί πάσης τῆς πραότητος αὐτοῦ’. Ἀλλά καί αὐτός ὁ Σωτήρ μιμητάς ἡμᾶς ἐκέλευσε γενέσθαι τῆς ἐκείνου πραότητος· ‘Μάθετε ἀπ’ ἐμοῦ’ λέγων, ’ὅτι, πρᾶός εἰμι καί ταπεινός τῇ καρδίᾳ, καί εὑρήσετε ἀνάπαυσιν ταῖς ψυχαῖς ὑμῷν‘. Εἰ δέ τις βρωμάτων μέν, καί πομάτων, ἀπέχοιτο, θυμόν δέ λογισμοῖς πονηροῖς ἐρεθίζει, οὗτος ἔοικε ποντοπορούσῃ νηΐ, καί ἐχούσῃ δαίμονα κυβερνήτην, διό προσεκτέον ὅση δύναμις, τῷ ἡμετέρῳ κυνί, καί διδακτέον αὐτόν, τούς λύκους μόνους διαφθείρειν, καί μή τά πρόβατα κατεσθίειν, πᾶσαν ἐνδεικνύμενον πραότητα πρός πάντας ἀνθρώπους>.
(Εὐάγριος P.G.79. 1216BC).
2) Μ. Βασ. P.G. 31,369.
3) P.G. 65, 908A.
4) Μ. Βασ. P.G. 30, 424A.
Μ. Βασ. P.G. 31, 356C.
Γρ. Νύσ. P.G. 44, 160D.
Γρηγ. Ναζ. P.G. 37, 948.
Εὐάγρ. P.G. 40, 1273.
Γρηγ. Νύσ. P.G. 46, 56.
Ἰωάν. Κλιμ. P.G. 88, 836D.
5) Ἐν παντί ἁμαρτήματι ἐταπείνωσεν ἡμᾶς ὁ διάβολος, καί ὀφείλομεν εὐγνώμονες γενέσθαι τῆς ταπεινώσεως ἡμῶν· οἱ γάρ εὐγνώμονες γενόμενοι τῆς αὐτῶν ταπεινώσεως συντρίβουσι τόν διάβολον. Καί καθώς εἶπον οἱ ἅγιοι Πατέρες· ἐάν κατενεχθῇ ἡ ταπείνωσις εἰς τόν ᾅδην, εἰς τόν οὐρανόν ἀνάγεται· καί ἐάν ὑψωθῇ ἡ ὑπερηφανία ἕως τοῦ οὐρανοῦ, κατάγεται εἰς τόν ᾅδην· τίς πείθει ποτέ τεταπεινωμένον πλέξαι λογισμούς κατά τινος, ἤ κἄν ἀνέξεσθαι μέμψασθαί τινα, ἤ βάλλειν ἐπάνω ἄλλου αἰτίαν; πᾶν γάρ ὁτιοῦν πάθῃ ὁ ταπεινός ἤ ἀκούσει, ἀφορμήν λαμβάνει εἰς τό καταμέμφεσθαι καί ὑβρίζειν ἑαυτόν· καί ἐμέμνητο τοῦ ἀββᾶ Μωϋσέως ὅτε ἐξέβαλλον αὐτόν οἱ κληρικοί τοῦ ἱερατείου, εἰπόντες αὐτῷ·Ὕπαγε ἔξω, Αἰθίοψ. Καί ἤρξατο ἑαυτόν ἐπιπλήττειν καί λέγειν· Σποδόδερμε, μελανέ, καλῶς σοι ἐποίησαν· μή ὤν ἄνθρωπος ἔρχῃ εἰς τό μέσον τῶν ἀνθρώπων· καί καλῶς σοι ἐποίησαν>.
(Ἀββᾶς Ζωσιμᾶς P.G. 78, 1688A)
6) P.G. 40, 1277D.
7) <Ἀλλ’ ἔστω τις μήτε κακός, καί ἀρετῆς ἥκων εἰς τό ἀκρότατον· οὐχ ὁρῶ, τίνα λαβών ἐπιστήμην, ἤ ποίᾳ δυνάμει πιστεύσας, ταύτην ἄν θαρροίη τήν προστασίαν·τῷ ὄντι γάρ αὕτη μοι φαίνεται τέχνη τις εἶναι τεχνῶν, καί ἐπιστήμη ἐπιστημῶν, ἄνθρωπον ἄγειν, τό πολυτροπώτατον ζῶον καί ποικιλώτατον. Γνοίη δ’ ἄν τις τῇ τῶν σωμάτων θεραπείᾳ, τήν τῶν ψυχῶν ἰατρείαν ἀντεξετάσαι· καί ὅσῳ μέν ἐργώδης ἐκείνη καταμαθών, ὅσω δέ ἡ καθ’ ἡμᾶς ἐργωδεστέρα προσεξετάσας, καί τῇ φύσει τῆς ὕλης, καί τῇ δυνάμει τῆς ἐπιστήμης, καί τῷ τέλει τῆς ἐνεργείας τιμιωτέρα>.
(Γρηγ. Θεολ. P.G. 35, 425A,
Πρβλ. καί Εὐαγρ. P.G. 79, 748-49).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου