«…Ψηλά στο βουνό, ανάμεσα στις καστανιές, διέκρινα έναν ρωσικό τρούλλο. Ρώτησα τον διπλανό μου, που σταυροκοπιόταν, τι ήταν. Μου απάντησε πως είναι το κελλί του αγίου Αρτεμίου, στην Προβάτα, όπου ο π Εφραίμ με την συνοδεία του, είκοσι τρία άτομα ασκούνται στην νοερά εργασία και προσευχή. Αυτοί δεν γελούν, δεν μιλούν. Σιωπούν και προσεύχονται. Γύρισαν το κουμπί της ακοής και της οράσεώς τους στις συχνότητες του άλλου κόσμου, που εγώ αγνοώ και αρνούμαι να πλησιάσω. Ζήλεψα το μεγαλείο του ανθρώπου. Ντράπηκα την μικρότητά μου. Πόνεσα για την κενότητά μου. Όσο ξένοι ήταν αυτοί οι μοναχοί προς εμένα, άλλο τόσο ήμουν εγώ προς το πνεύμα και την ζωή τους.
Το καραβάκι έφθασε στον προορισμό του. Διανυκτέρευσα στη Λαύρα. Στόχος μου ο π. Ευθύμιος και η Βίγλα. Όλο το βράδυ σκέψεις προσδοκίας. Το πρωί μετά την Θεία Λειτουργία, ρώτησα για το πού ακριβώς βρίσκεται. Μου είπαν ότι ήταν ο μοναχός που κοινώνησε. Ήταν ο μόνος. Δαγκώθηκα. Δεν είχα προσέξει. Έχασα την ευκαιρία. Με πληροφόρησαν ότι δεν είναι στα καλά του και με την επιβεβαίωση αυτήν ξεκίνησα. Περπάτησα πάνω από μία ώρα. Ζέστη φοβερή. Βλάστηση αραιή και εντελώς ισχνή. Τόπος απαράκλητος. Στο βάθος διακρίνεται η Ρουμάνικη Σκήτη του Τιμίου Προδρόμου. Γύρω γύρω, σε μικρή σχετικά απόσταση, σκόρπιες χαμηλές καλύβες χωμένες σε βαθουλώματα του εδάφους. Πραγματική έρημος!
Είπα να πλησιάσω την πρώτη καλύβη. Δεν ακουγόταν τίποτε. Κάποιος όμως ζούσε εκεί. Μια φανέλλα κι ένα κουρελιασμένο ζωστικό ήταν απλωμένα σ΄ ένα σχοινί. Πρέπει να ήταν του π. Ευθυμίου. Ακαταστασία γενικευμένη. Πλησίασα με πολύ δισταγμό και προσοχή. Δεν έπρεπε να τρομάξει από την παρουσία μου. Γιατί τότε θα κινδύνευα εγώ να τρομάξω από τη δική του. Έτσι μου είχε πει ο π. Παΐσιος. Ξαφνικά μέσα σε σκουριασμένους τενεκέδες, σπασμένες καρέκλες και αραδιασμένα μπρίκια και κατσαρόλες, διακρίνω ένα κεφάλι μ΄ ένα ψάθινο καπέλο. Δεν φορούσε ράσα. Ένα παντελόνι blue jean με τιράντες δίχως φανέλα. Με κοιτάζει ανέκφραστα και σταθερά. Με καρφώνει. Από τη μέση και πάνω με κυρίευσε φόβος. Ούτε τι ένοιωθα ήξερα ούτε να σκεφθώ μπορούσα. Από τη μέση και κάτω αμηχανία. Τα πόδια μου μπερδεύτηκαν όσο και η γλώσσα μου. Κοντοστάθηκα και ψέλλισα:
- Ευλογείτε.
Δεν μου απαντάει παρά ρωτάει αυστηρά:
- Τι θές εδώ;
- Τον π. Ευθύμιο ψάχνω, του απαντώ.
- Δεν υπάρχει τέτοιος εδώ, ανταπαντά με τόση σιγουριά που επιβεβαίωσε την ταυτότητά του.
Άρχισα να συνέρχομαι. Προσπάθησα να του βγάλω κάποια λέξη. Στάθηκε αδύνατον. Με αγνόησε πλήρως. Η γλώσσα του δέθηκε· το ίδιο και η δική μου. Περίμενα μήπως με κεράσει. Ούτε κι αυτό έγινε. Σηκώθηκα να φύγω. Το επεκρότησε με ιδιαίτερη ευκολία και ανακούφιση.
Εγώ ήθελα να δω, κι αυτός αγωνιζόταν να κρυφτεί. Τί αντίθετοι δρόμοι! Αυτός, βέβαια, κατάφερε το σκοπό του. Εγώ όμως τί κατάφερα; Καθώς η αγριάδα της συνάντησης υποχωρούσε, μέσα μου πρόβαλε ένας βαθύς σεβασμός, ένας ειλικρινής θαυμασμός γι΄ αυτό που έβλεπα και μια αηδία γι΄ αυτό που ήμουνα. …
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου