Ἡ Κυριακὴ τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ ἡ τελικὴ νίκη τῆς Ἐκκλησίας κατὰ τῶν εἰκονομάχων ἦταν τὸ ἐπισφράγισμα ὅλων τῶν ἀγώνων τῆς Ἐκκλησίας κατὰ τῶν αἰρέσεων. Ὅπως καὶ οἱ ἀρετὲς δὲ νοοῦνται αὐτοτελεῖς καὶ ξεχωρισμένες ἡ μία ἀπὸ τὴν ἄλλη, ἔτσι καὶ οἱ αἰρέσεις συνδέονται μεταξύ τους, ὥστε νὰ ἰσχύει τὸ ἁγιογραφικὸ «ὅστις πταίσῃ ἐν ἑνὶ γέγονε πάντων ἔνοχος». Τὸ νὰ μὴν δέχεται κανεὶς ὅτι ὁ Χριστὸς κατὰ τὴν ἀνθρωπότητα εἶναι περιγραπτός ἰσοδυναμεῖ μὲ τὸ νὰ ἀρνεῖται τὴν πραγματικότητα τῆς σαρκώσεώς του σὲ τέλειο κατὰ πάντα ἄνθρωπο. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ Ζ΄ Οἰκουμενικὴ σύνοδος θεωρεῖ καθῆκον της νὰ ἀναθεματίσει ὁποιονδήποτε «Χριστὸν τὸν Θεὸν περιγραπτὸν οὐχ ὁμολογεῖ κατὰ τὸ ἀνθρώπινον». Αὐτὸ τὸ «κατὰ τὸ ἀνθρώπινον» ἔχει μεγάλη σημασία γιατὶ οἱ εἰκονομάχοι ὡς ὑπερορθόδοξοι φερόμενοι κατηγοροῦσαν τὴν Ἐκκλησία ὅτι ἀπεικονίζοντας καὶ περιγράφοντας τὸ Χριστὸ περιέγραφε τὴ Θεότητά του ἡ ὁποία φυσικὰ εἶναι ἀπερίγραπτος. Ἔτσι οἱ εἰκονομάχοι εἶχαν μεταφέρει τὸ ἀπερίγραπτο τῆς Θείας φύσεως καὶ στὴν ἀνθρώπινη φύση τὴν ὁποία θεωροῦσαν ἐπίσης ἀπερίγραπτη. Μάλιστα κατὰ τὸν Ἅγιο Θεόδωρο τὸ Στουδίτη οἱ εἰκονομάχοι πίστευαν πὼς ὁ Χριστὸς στὴν ἐνανθρώπισή του εἶχε προσλάβει τὴν «καθόλου» ἀνθρώπινη φύση ἡ ὁποία εἶναι καὶ «ἀχαρακτήριστος ὡς τόν τινα μὴ σημαίνουσα» μὲ ἄλλα λόγια ὅτι ὁ Χριστὸς ἄλλαζε τρόπον τινά, μορφὲς καὶ δὲν μποροῦσε ἐπομένως νὰ περιγραφεῖ καὶ εἰκονισθεῖ.
Ἀλλὰ καὶ ὡς πρὸς τὴν ἑρμηνεία τῆς «θέωσης τοῦ προσλήμματος» ὑπῆρχε διαφορὰ μεταξὺ τῶν εἰκονομάχων καὶ τῆς Ἐκκλησίας. Κάποιοι ἀπὸ τοὺς εἰκονομάχους τὰ χωρία τοῦ Ἀποστόλου Παύλου «Εἰ καὶ ἐγνώκαμεν κατὰ σάρκα Χριστόν, ἀλλὰ νῦν οὐκέτι γινώσκομεν» (Β΄ Κορ. 5,16) καὶ «διὰ πίστεως περιπατοῦμεν, οὐ διὰ εἴδους» τὰ ἑρμήνευαν ὅτι ὁ Κύριος μετὰ τὴν ἀνάστασή του εἶχε ἀποθέσει - ἀπορρίψει τὴν ἀνθρώπινή του μορφή. Τέτοιες ὅμως ἀντιλήψεις (γιὰ νὰ φανεῖ καὶ ἡ σχέση τῆς εἰκονομαχίας μὲ προγενέστερες αἰρέσεις) εἶχαν στὸ παρελθὸν οἱ Ὠριγενιστές, οἱ Θεοπασχῆτες καὶ ἄλλοι αἰρετικοί. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ Ε΄ Οἰκουμενικὴ σύνοδος ἀναθεματίζει αὐτοὺς ποὺ πιστεύουν ὅτι «… αὐτοῦ τοῦ Κυρίου πρῶτον ἀποτιθεμένου τὸ ἴδιον αὐτοῦ σῶμα, καὶ πάντων ὁμοίως εἰς τὸ ἀνύπαρκτον χωρήσει ἡ τῶν σωμάτων φύσις, …».
Ὅμως τὰ γραφικὰ χωρία ἡ Ἐκκλησία τὰ ἑρμηνεύει βάσει τῶν θεοπνεύστων λόγων τῶν ἁγίων Πατέρων καὶ ὄχι αὐθαίρετα γιὰ νὰ δώσει ἀληθοφάνεια καὶ κῦρος στὰ λεγόμενά της ὅπως ἔκαναν οἱ εἰκονομάχοι. Ἔτσι τὰ παραπάνω χωρία τοῦ Ἀποστόλου Παύλου ἡ Ζ΄ Οἰκουμενικὴ σύνοδος τὰ ἑρμήνευσε μὲ τὰ ἴδια τὰ λόγια τοῦ Χρυσοστόμου καὶ τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου τῶν ὁποίων τὴν αὐθεντία ἐπικαλέστηκε. Τὸ «κατὰ σάρκα» ὅσον ἀφορᾶ ἐμᾶς δηλώνει τὸ «ἐν ἁμαρτίαις» λέγει ὁ Χρυσόστομος. Ἀλλὰ ἐπὶ τοῦ Χριστοῦ, τὸ νὰ βρίσκεται στὰ παθήματα τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, δηλαδὴ νὰ πεινᾶ, νὰ διψᾶ, κ.λ.π. Ἄρα τὸ μὴ κατὰ σάρκα νὰ ἔχει ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ αὐτὰ τὰ πάθη, «…ἀλλὰ ὄχι καὶ τὸ νὰ εἶναι ἐκτὸς» (τῆς σάρκας).
Ἄλλοι, πάλι, εἰκονομάχοι εἶχαν υἱοθετήσει τὴν ἄποψη τοῦ Εὐσεβίου Καισαρείας ὁ ὁποῖος στὴν ἐπιστολή του πρὸς Κωνσταντίαν Αὐγούσταν σημειώνει «ἡ ἔνσαρκος αὐτοῦ μορφὴ… πρὸς τῆς ἐνοικούσης αὐτῇ θεότητος μεταβληθεῖσα» πρᾶγμα ποὺ κατὰ τὴν Ζ΄ Οἰκουμενικὴ σύνοδο συνιστοῦσε ἀμιγὴ Μονοφυσιτισμό. Καὶ πάλι ἡ σύνοδος αὐτὴ ἐπικαλέστηκε τὴν αὐθεντία τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου ὁ ὁποῖος σημειώνει ὅτι ἡ μεταμόρφωση τοῦ Κυρίου στὸ Θαβὼρ διαφωτίζει τὸν τρόπο τῆς θεώσεως τῆς «σαρκὸς» τοῦ Χριστοῦ. Γιατὶ εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι ὁ Χριστὸς κατὰ τὴ μεταμόρφωση δὲν ἔγινε ἄσαρκος καὶ ἀσώματος, ἀλλὰ οὔτε καὶ ἔχασε τὴν ἀνθρώπινη μορφή. Ἄρα ἡ θέωση (τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως) δὲν πρέπει νὰ ἐκλαμβάνεται ὡς θέωση «κατὰ τροπὴ καὶ ἀλλοίωση» δηλαδὴ νὰ πάψει τὸ σῶμα νὰ εἶναι ὑλικό, καὶ νὰ ἀφομοιωθεῖ ἀπὸ τὴ θεία οὐσία, ἀλλὰ «ἐκλάμπρυνση, καταγλαϊσμὸς καὶ καταυγασμὸς» τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως «ἀπὸ τὶς μαρμαρυγὲς τῆς δόξας τοῦ Θεοῦ». Γι’ αὐτὸ καὶ τὸ Συνοδικὸ τῆς Ὀρθοδοξίας στὸν ἀντίστοιχο ἀναθεματισμό του ἀναφέρει: «Τοῖς νοοῦσι καὶ φθεγγομένοις τὴν θέωσιν τοῦ προσλήμματος, μετάμειψιν τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως εἰς Θεότητα, καὶ μὴ φρονοῦσιν ἐξ αὐτῆς ἑνώσεως, θείας μὲν ἀξίας καὶ μεγαλειότητος μετασχεῖν τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου, καὶ προσκυνεῖσθαι μιᾷ προσκυνήσει ἐν τῷ προσλαβομένῳ αὐτὸ Θείῳ Λόγῳ, καὶ εἶναι ὁμότιμον, ὁμόδοξον, ζωοποιόν, ἰσοκλεὲς τῷ Θεῷ καὶ Πατρί, καὶ τῷ Παναγίῳ Πνεύματι, καὶ ὁμόθρονον, μὴ μέντοι γε δὲ γενέσθαι ὁμοούσιον τῷ Θεῷ, ὡς ἐκστῆναι τῶν φυσικῶν ἰδιοτήτων, τοῦ κτιστοῦ, τοῦ περιγραπτοῦ, καὶ τῶν λοιπῶν τῶν ἐν τῇ ἀνθρωπείᾳ φύσει τοῦ Χριστοῦ θεωρουμένων, μεταμειφθῆναι δὲ καὶ εἰς τὴν τῆς Θεότητος οὐσίαν, ὡς ἐκ τούτου εἰσάγειν, ἢ φαντασίᾳ, καὶ οὐκ ἀληθείᾳ γεγονέναι τοῦ Κυρίου τὴν ἐνανθρώπησιν καὶ τὰ πάθη, ἢ τὴν τοῦ Μονογενοῦς Θεότητα παθεῖν, Ἀνάθεμα.»
Ἴσως προκαλεῖ ἐντύπωση τὸ γεγονὸς πῶς ἡ Ἐκκλησία, ποὺ κυρήσσει τὴν ἀγάπη καὶ τὴν ἀνεξικακία ἀκόμη καὶ πρὸς αὐτοὺς τοὺς ἐχθρούς, ποὺ προβάλλει τὸ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου «εὐλογεῖτε καὶ μὴ καταρᾶσθε», προβαίνει ἐν τούτοις στὸν ἀναθεματισμὸ τῶν ὅσων «τὴν ἐπιβουλεύονται» καὶ προσπαθοῦν νὰ τὴν ἐπηρρεάσουν. Ὅμως θὰ πρέπει νὰ γνωρίζουμε τὰ ἑξῆς:
Αὐτὰ ποὺ ὀνομάζονται «κατάρες τῶν οἰκουμενικῶν συνόδων» δὲν εἶναι κατάρες μὲ τὴν τρέχουσα ἔννοια τοῦ ὄρου. Μὲ τὴν ἴδια λογικὴ ποὺ στὸ «αἰωνίᾳ ἡ μνήμη» τῶν συνόδων (καὶ ὄχι τῶν νεκρωσίμων ἀκολουθιῶν) ἡ Ἐκκλησία δὲν «εὔχεται» ἀλλὰ διακυρήσσει τὴ σωτηρία τῶν προσώπων στὰ ὁποῖα ἀναφέρεται, καὶ τὸ κάνει αὐτὸ γιὰ νὰ συστήσει καὶ σὲ μᾶς νὰ ἀκολουθοῦμε τὸ παράδειγμά τους, γιὰ τὸ ὁποῖο μακαρίζονται, μὲ τὸ ἴδιο σκεπτικὸ καὶ τὰ ἀναθέματά της πρὸς τοὺς αἰρετικοὺς δὲν εἶναι ἐμπαθεῖς κατάρες – εὐχὲς νὰ κληρονομήσουν τὴν κόλαση οἱ αἰρετικοί, ἀλλὰ (δυστυχῶς γιὰ ἐκείνους) διακύρηξη ὅτι τὰ πρὸσωπα αὐτὰ (καὶ οἱ τὰ αὐτὰ φρονοῦντες) βάδισαν ἀπὸ μόνοι τους (ἢ βαδίζουν ἂν εἶναι αὐτοὶ ποὺ ἀκολουθοῦν τὶς διδασκαλίες τους) τὸ δρόμο πρὸς τὴν ἀπώλεια. Ἐπομένως τὸ «ἀνάθεμα» δὲν εἶναι ἐκδίκηση ἀπὸ μέρους τῆς Ἐκκλησίας «γιὰ τὸ κακὸ ποὺ τῆς ἔκαναν» ἀλλὰ μιὰ ἐπισημοποίηση ἑνὸς ἤδη τετελεσμένου γεγονότος μὲ σκοπὸ τὴν προστασία τοῦ ποιμνίου. Καὶ αὐτὸ εἶναι πράξη ἀγάπης τῆς Ἐκκλησίας ὄχι μόνο πρὸς τὰ μέλη της ἀλλὰ καὶ σὲ ὅσους ἐνῷ ἀκολουθοῦν αἰρετικὲς διδασκαλίες ἐπιθυμοῦν τὴ σωτηρία τους καὶ ἐνδιαφέρονται γι’ αὐτὴν. Αὐτὸ σημαίνει ἐπίσης ὅτι πρὸ τοῦ θανάτου οὐδένα τετελεσμένο χαρακτῆρα ἔχει μιὰ τέτοια ἀρά, ἐφ΄ ὅσον φυσικὰ ὑπάρχει διάθεση μετανοίας.
Θὰ ἦταν πράξη ἀδιαφορίας καὶ μίσους ἀπὸ τὴν πλευρὰ μιᾶς μάνας νὰ βλέπει σιωπηλὰ τὰ παιδιά της ἄλλα νὰ παίρνουν φάρμακο ἐνῷ ἄλλα δηλητήριο καὶ αὐτὴ νὰ μὴ γνωστοποιεῖ τί περιέχει τὸ κάθε μπουκαλάκι.
Ἡ Κυριακὴ τῆς Ὀρθοδοξίας ἤδη ἀπὸ τὴν πρώτη ἐκείνη χρονιὰ ποὺ πέθανε ὁ τελευταῖος εἰκονομάχος αὐτοκράτορας, ὁ Θεόφιλος, ἑορτάστηκε μὲ λαμπρότητα καὶ λιτάνευση τῶν Ἁγίων Εἰκόνων. Ἡ χαρὰ τοῦ λαοῦ τοῦ Πατριάρχη Μεθοδίου καὶ τῆς Αὐτοκράτειρας Θεοδώρας ἦταν τέτοια, μᾶς πληροφορεῖ τὸ συναξάρι, ποὺ βγῆκαν ὅλοι ἀπὸ τὴ «μεγάλη Ἐκκλησία» «…ἄχρι τοῦ λεγομένου Μιλίου,…» «τό, Κύριε ἐλέησον ἀνακράζοντες».
«Καὶ ἔκτοτε ὥρισαν οὗτοι οἱ ἅγιοι Ὁμολογηταί, ἐτήσιον οὔτω ταύτην τὴν ἱερὰν πανήγυριν γίνεσθαι, ἵνα μήποτε καὶ αὖθις τῇ αὐτῇ δυσσεβείᾳ ἐμπέσωμεν.»
"Οἱ Οἰκουμενικὲς σύνοδοι καὶ ἡ διδασκαλία τους" Αθήνα 1995
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου