Παρασκευή 16 Μαρτίου 2012

«Τακτική» της Εκκλησίας ο διάλογος!

του καθηγητή Αριστείδη Πανώτη
Ο Ιησούς Χριστός  με το «Ευαγγέλιο της Διαθήκης» Του (Ἰω. ιζ΄)  παρέδωσε στους μαθητές του μια θεμελιώδη  επιταγή που πρέπει απόλυτα να ισχύει ως «συνταγματικός» νόμος της Εκκλησίας. Η κατηγορηματική αυτή προσταγή δόθηκε για να οικοδομηθεί επάνω της ασάλευτη η όλη Κανονική δομή και τάξη Της. Αυτή ήταν: «πάντα να ειρηνεύουν μεταξύ τους και να παραμένουν ενωμένοι μαζί Του»  μέσα στην «μία Εκκλησία»  για να πιστέψει ο κόσμος πώς είναι αληθινή  Θεογνωσία το Ευαγγέλιό Του. Και αυτό γιατί οι  διαστάσεις και οι μερισμοί αποσυνθέτουν την σωτηριώδη αποστολή του Ευαγγελίου Του.
                   
Την επιταγή αυτή την επαναβεβαίωσε και μετά την Ανάστασή Του όταν  ευλόγησε με το Άγιο Πνεύμα τους «συνηγμένους» δέκα, αλλά  και τους ένδεκα παρά τη θάλασσα της Τιβεριάδος και όλους τους παρόντες την ημέρα της Πεντηκοστής.  Έκτοτε στο κλιμάκιο των Αποστόλων που παρέμεινε  στα Ιεροσόλυμα αναγνωρίζονται ως «οι δοκούντες είναι στύλοι» της ακριβούς Πίστεως που είναι ο Πέτρος, ο Ιωάννης και ο Αδελφόθεος Ιάκωβος. Αυτοί αναγνώρισαν την «κλητή αποστολικότητά» του Παύλου για τα Έθνη.  Όμως μέσα στα χρόνια της πρώτης  χριστιανικής γενεάς προκύπτει σοβαρή  διχογνωμία μεταξύ των Αποστόλων για τα μέσα σωτηρίας των βαπτισμένων πιστών. Έτσι,  μεταξύ Θέρους και Φθινοπώρου του 48 μ.Χ. συγκαλείται η Αποστολική Σύνοδος στα Ιεροσόλυμα  για να λυθεί το θέμα με συλλογικό τρόπο, με διάλογο. Έτσι,  γεφυρώνεται η διάσταση και κανονίζεται :  «πώς η αυθεντική διδαχή της Εκκλησίας είναι ότι μόνον η πίστη στον  Ιησού Χριστό σώζει και όχι η τήρηση των ιουδαϊκών  εθίμων». Ένα από αυτά ήταν  και ο εβραϊκός φραγμός του «αναθέματος»  που ουδέποτε ακούστηκε για κανένα από το δεσποτικό στόμα του Κυρίου, ούτε ακόμα και όταν βρισκόταν στον Σταυρό. Μετά την εκδημία των Αποστόλων η Εκκλησία περιφρουρεί την προστακτική Κυριακή επιταγή με τον διάλογο,  για να επιλύονται οι διαφωνίες  που εκδηλώνονταν μέσα στο ζωντανό σώμα Της, προκειμένου να προκύπτει η συνοδική  «συμφωνία».
         
Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της  εναρμονίσεως με τον διάλογο των διχογνωμιών κατά την Μεταποστολική εποχή. Η πιο γνωστή «έριδα» είναι εκείνη γύρω από τις  δύο αποστολικές παραδόσεις για την ορθή τέλεση του Αγίου Πάσχα. Στην Ανατολή τηρούσαν κατά την παράδοση του Ευαγγελιστή Ιωάννη  την «ακρίβεια» της Ιουδαϊκής  «Ἐξόδου» του Πάσχα. Στη Δύση όμως  επικρατούσε η παράδοση Πέτρου και Παύλου που επικέντρωνε τη σημασία του Πάσχα στο γεγονός της  «Αναστάσεως». Τελικά την ερμηνεία αυτή αποδέχθηκε όλη η Εκκλησία παρά την μακρά διαφωνία και των  τότε «Παλαιοπασχιτῶν», των «Παλαιοημερολογιτών» της εποχής.  Η συνάντηση και ο διάλογος που είχαν στη Ρώμη ο Σμύρνης  Πολύκαρπος και ο Ρώμης  Ανίκητος, περί το  Πάσχα του 154-155, παρά το γεγονός ότι δεν ήρε την μεταξύ τους διαφωνία, δεν επηρέασε την μεταξύ τους Κοινωνία με αποτέλεσμα ο Ρώμης να προσφέρει την τιμή της πρωτοκαθεδρίας κατά την τέλεση της Ευχαριστίας στον γέροντα Πολύκαρπο.
               
Αυτό το πνεύμα του αποστολικού βιώματος ενότητας  της Εκκλησίας αποκρυσταλλώθηκε στην εκκλησιαστική ζωή μέχρι την εποχή συγκλήσεως των βασικών τεσσάρων Οικουμενικών Συνόδων και διατυπώθηκε  στο «χρυσό πατερικό αξίωμα» του Λερινίτη οσίου Βικεντίου (†450), πως πρέπει πάντα να υπάρχει  στην Εκκλησία:  «Στα αναγκαία ενότητα, στα αμφίβολα ελευθερία και σ' όλα αγάπη». Έτσι, κατά το επιτακτικό αυτό αξίωμα που στηρίζεται στην καθολική επιταγή του Ιησού για ενότητα γεφυρώθηκαν με το διάλογο πολλές διαφωνίες μέσα στην πρώτη χιλιετία, όπως φαίνεται από την Ιστορία όταν  μεταξύ των ετών 337 μέχρι το 843 οι σχέσεις μεταξύ των Εκκλησιών της Ανατολής και της Δύσεως διακόπηκαν επί 217 χρόνια για διάφορους λόγους και αποκαταστάθηκαν με τους διεξαχθέντες διαλόγους για να λειτουργήσουν αδελφικά  οι δύο πνεύμονες της μιας Εκκλησίας.
            
Δεν στάθηκε ικανό να διαιρέσει την Αρχαία Καθολική Εκκλησία, το θέμα του «Θείω δικαίω Πρωτείου», που πρώτος επικαλείται περί το 220 ο Ρώμης Κάλλιστος Α΄ για να προστατεύσει την τάξη στην τοπική Εκκλησία του. Απεναντίας η Σύνοδος της Σαρδικῆς (Σόφιας) το 343 του παραχώρησε ως πρώτο στην τιμή επίσκοπο, το Έκκλητο (Καν. γ΄, δ΄, ε΄) δηλαδή το δικαίωμα να κρίνει τελικά τις δικαστικές αποφάσεις της Εκκλησίας. Επίσης, εν αγνοία του και χωρίς την πρωκαθεδρία των εκπροσώπων του δεν συνέρχεται καμιά Οικουμενική Σύνοδος. Όσοι ξέρουν να διαβάζουν τα Πρακτικά των Οικουμενικών Συνόδων  αντιλαμβάνονται τον νουν των Πατέρων για τον αρχαίο ρόλο του εκάστοτε Ρώμης.  Μέχρι τα χρόνια του ιερού Φωτίου, που στο τέλος γεφυρώνεται η διακοπή τον σχέσεων με διάλογο και εγκώμια στον πάπα Ιωάννη τον Η΄ όταν συνέρχεται η ογδόη Οικουμενική Σύνοδος.  Πραγματικά,  σπουδαίο γεγονός για την Εκκλησία θα ήταν η αναγνώρισή της εάν συνερχόταν η Θ΄ Σύνοδος, που πιστευόταν ότι θα ήταν η συνελθούσα το 1439 στην Φλωρεντία.  Όμως η σύνοδος αυτή εκτράπηκε σε εργώδη επιβολή  της «ύστερης μεσαιωνικής  ερμηνείας» του «Πρωτείου του επισκόπου Ρώμης ως  ανώτατης εξουσίας», κάτι που  καταργούσε την σεβαστή στην Ανατολή ιστορική «Πενταρχία» των Πατριαρχείων και γι' αυτό απέτυχε. Έχουμε γραπτές μαρτυρίες από τον  Συρόπουλο πως και ο Εφέσου Μάρκος ο Ευγενικός τίμησε με σεβασμό τον πάπα Ευγένιο τον Δ΄ και συμπροσευχόταν μαζί του σε όλες τις τελετές και ευλογούσε τράπεζες καρδιναλίων και συμπεριφερόταν ως ισότιμος αδελφός προς τους λατίνους επισκόπους και μόνον  όταν διαφώνησε με την υπογραφή των κανονικών όρων άλλαξε διάθεση και καλώς έπραξε. Ας σημειωθεί ότι  κατά τη δεύτερη χιλιετία  δεν συνήλθε ποτέ  Οικουμενική Σύνοδος, όπως συνέβη την πρώτη χιλιετία. Μόνον αυτή θα μπορούσε να καθαιρέσει τον Πάπα της Ρώμης. Από την άλλη πλευρά όμως δεν υπήρξε έλλειψη του «Πρώτου» αφού ο Πατριάρχης της Νέας Ρώμης διατηρεί από το 451 τα ίδια προνόμια με τον παλαιάς Ρώμης. 
              
Μέχρι τον Νοέμβριο του 1965, που για να ανοίξει ο δρόμος της επανασυναντήσεως των δύο Εκκλησιών, μελετήθηκε  έγκυρα η άρση των λεγόμενων «Αναθεμάτων» του 1054,  στην Ανατολή επικρατούσε συγκεχυμένη γνώση  των τότε γεγονότων. Όμως η προσεκτική μελέτη της αντιδράσεως του  Αντιοχείας Πέτρου για την παρέμβαση που έκανε ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Μιχαήλ Δ’ Κηρουλάριος  στη διαμάχη του μοναχού Νικήτα με τον Καρδινάλιο Ουμβέρτο, δεν παρήγαγε καμιά κανονική πράξη «ακοινωνησίας», που ισχυρίστηκαν πρόσφατα αδιάβαστα χείλη αρχιερέως,   γι' αυτό και συνεχίστηκαν πέρα από δέκα φορές οι διάλογοι για αποκατάσταση της Κοινωνίας μεταξύ των δύο πλευρών, ακόμη  και μετά τις  βαρβαρότητες της Αλώσεως της Κων/πόλεως του 1204, χωρίς ποτέ να τεθεί θέμα άρσεως των Αναθεμάτων.  Αυτή η τακτική της Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως συνεχίστηκε και μετά το 1453, παρά την προσπάθεια του Πορθητή και των διαδόχων του  να ενισχύουν τις αντιθέσεις στην Χριστιανοσύνη   για ευνόητους λόγους.
               
Όταν όμως προέκυψε η ανάγκη επικοινωνίας για την προώθηση της διορθώσεως του Ημερολογίου, τα εμπόδια ξεπεράστηκαν. Ο πάπας Γρηγόριος ΙΓ΄ απευθύνθηκε επίσημα στον πατριάρχη Ιερεμία Β΄ με «Τόμο»-(Βρέβιο) ως προς τον  «σεβάσμιον αδελφόν Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως». Και ο Πατριάρχης του ανταπέδωσε πλήρως την τιμή και τον προσφώνησε ως : «Τω μακαριωτάτω πατρί και δεσπότη τω Πάπα , κυρίω Γρηγορίω δεκάτω τρίτω άκρω αρχιερεί αξιωτάτω».  Έχω φωτοτυπίες των ανταλλαγέντων επιστολών. Αυτό φανερώνει, πως παρά την διαφωνία του Ιερεμία για τον άνευ «συμφωνίας» των Πατριαρχών της Ανατολής «αυθεντικό τρόπο» επιβολής της διορθώσεως του Ιουλιανού Ημερολογίου, δεν επηρεάστηκε το ενδιαφέρον για διάλογο. Εκείνο που επηρέασε είναι όσα επακολούθησαν από την σκλήρυνση της κεντρομόλου Ρωμαϊκής εξουσίας και την περαιτέρω πίεση της παπικής εξουσίας.
Τον 16ο αιώνα άρχισε το ξήλωμα  του εκκλησιαστικού ιστού της Ρώμης στην Ευρώπη που αρχικά σκόπευε στην εξυγίανσή της  και τελικά  μετέβαλε τον τρόπο λειτουργίας του θεσμού της Εκκλησίας σε μεγάλο μέρος της ευρωπαϊκής ηπείρου. Το σχίσμα αυτό επειδή ήταν  δυναμική αμφισβήτηση της ρωμαϊκής εξουσίας κλήθηκε  Μεταρρύθμιση.  Φυσικό ήταν να προκαλέσει την Αντιμεταρρύθμιση που μεταξύ των άλλων επιδίωξε να αναπληρώσει προς ανατολάς και την απώλεια του πλήθους των χριστιανών της  με την βοήθεια των ομοδόξων της κρατών. ΄Ετσι η Ρώμη υιοθέτησε την τακτική  της διασπάσεως του δοκιμαζόμενου εκκλησιαστικού σώματος των Ορθοδόξων και άσκησε δραστήρια την  ιεραποστολή στον Νέο Κόσμο και στην Άπω Ασία.  Ο πάπας Κλήμης Ζ΄ θέλησε να αντλήσει δύναμη από την Ανατολή με τον ανορθόδοξο τρόπο του επιθετικού «ενωτισμου» και  έτσι στρέφεται στη Μέση Ανατολή  και εγκαθιστά στη Δαμασκό το 1633 τον πρώτο «Μελχίτη» επίσκοπό του. Ακολούθησε η γενικότερη πολιορκία του Ορθοδόξου Πατριαρχείου της Αντιοχείας με τον «Μελχιτικό κριό»  το 1687, το 1709  και το 1724-1759, 1833-1855. Την ίδια τακτική ακολούθησε  και ο  Κλήμης Η΄ στην Ανατολική Ευρώπη το 1594 με τους Ρουθήνους της Λευκορωσίας αλλά και ο Πίος Ζ΄ το 1808 με τους Ουκρανούς φιλοπολωνούς. Όλα αυτά δηλητηρίασαν σοβαρά  τις σχέσεις Βατικανού και Φαναρίου και δημιούργησαν καταστάσεις που δύσκολα ανατρέπονται μέσα στην μαχητική ισλαμική πλειονοψηφία της Μέσης Ανατολής. Και πολλά άλλα άνοιξαν αντί του διαλόγου τον εκατέρωθεν Αντίλογο που εξελίχθηκε σε παράλληλους Μονολόγους με Εγκυκλίους και Αντεγκυκλίους. Τέλος, η Ρώμη έφθασε μέχρι και σε άτακτες παρεμβάσεις στα εσωτερικά ζητήματα του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, πχ. όπως ήταν το Βουλγαρικό σχίσμα ή η υπόθεση μερικών δυσαρεστημένων ενοριών.

Το Οικουμενικό Πατριαρχείο, παρά αυτές τις εκ του πονηρού αντιξοότητες, δεν εγκατέλειπε ποτέ την πάγια και διαχρονικά ασκούμενη προσπάθειά του να επαναληφθεί  ο Διάλογος. Το σχίσμα των Παλαιοκαθολικών που ακολούθησε την Α΄ Βατικανή Σύνοδο έδειξε πως στη Δύση υπάρχουν και δυνάμεις που μπορούν να επανακτήσουν την Ορθοδοξία τους και άρχισε η επικοινωνία μαζί τους και αργότερα το ίδιο έπραξε με τους Αγγλικανούς και τους Επισκοπελιανούς των Η.Π.Α. 
Ο πάπας Λέων ΙΓ΄ το 1893 προσπαθεί να διορθώσει λάθη των προκατόχων του που εκλατίνιζαν  τους «ενωτικούς» και προσκαλεί τους Ορθοδόξους σε μιά  «ενότητα»  τύπου Φλωρεντίας και αποτυγχάνει. Την απάντηση την δίδει το Φανάρι διά χειρός του φερέλπιδα τότε Γερμανού Καραβαγγέλη.  
                              
Ο πατριάρχης Ιωακείμ Γ΄ στην β΄ πατριαρχία του οσφραίνεται πώς οι Εκκλησίες δεν θα μπορέσουν μεμονωμένες να αντιμετωπίσουν τα τεράστια προβλήματα που μετακυλίθηκαν από τον 19ο στόν  20ο αιώνα και το 1902 προτείνει την μελέτη από ορθοδόξου πλευράς της συνεργασίας των Εκκλησιών. Άρχισαν να κατατίθενται διάφορες προτάσεις που προπαρασκεύασαν το έδαφος  συντάξεως ενός «χάρτη καταλλαγής» που δυστυχώς είδε το φώς μετά τον τρομερό Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και εξ αφορμής της συστάσεως της «Κοινωνίας των Εθνών». Αυτή είναι η περίφημη  «Συνοδική Εγκύκλιος του 1920», που στα χρόνια μας αδιάβαστοι, εμπαθείς και φαιδροί την κατασυκοφαντούν έχοντες  «πορισμόν τόν ανθετωτισμό», ενώ αποτελεί καθαρή έκθεση των μέχρι τότε διαχρονικών θέσεων της Ορθοδοξίας και δεν εμπνεόταν ούτε από αλλότριες θεωρίες Εκκλησιών π.χ, «κλάδων» κ.τ.λ., ούτε από το φάντασμα του Οικουμενισμού,  που τότε δεν είχε ακόμη υπάρξει ως οργανωμένο κίνημα, ούτε και απηχούσε  κάποιες  μυστηριώδεις  προδρομικές παρεμβολές της Παγκοσμιοποιήσεως.  Είναι απλά η  καταγραφή της απαρέγκλιτης  εκκλησιαστικής  τακτικής του  Οικουμενικού Πατριαρχείου μας, την οποία όπως και παραπάνω αναφέραμε κακοποιούν συνήθως κακόγνωμα κακεντρεχή μυαλά.
               
Η εκκλησιαστική τακτική του Διαλόγου άργησε να αποκαταστήσει τις σχέσεις Παλαιάς και της Νέας Ρώμης. Έπρεπε να εμφανιστούν οι γενναίες προσωπικότητες που τις επανακίνησαν μετά την  σύγκληση της Β΄ Βατικανής Συνόδου. Ταυτόχρονα έπρεπε να στερεωθεί  στην πανορθόδοξη συνείδηση η Καθολικότητα της Ορθοδοξίας και η αδιαπραγμάτευτη κανονική της τάξη. Να διαγραφεί η προτεσταντική κακοδοξία πώς είναι ομοσπονδία Εκκλησιών  με εθνικιστική συναρμογή. Αυτή την πλάνη διέγραψαν οι Πανορθόδοξες Διασκέψεις και οι  δύο εξ αυτών, του 1963 και του 1964, τροχοδρόμησαν  επίσημα τον Θεολογικό Διάλογο με ομόφωνη απόφαση!  Δυστυχώς, η πορεία του Διαλόγου αυτού ταράζει πολλούς σύγχρονους συνηγόρους του Διαβόλου. Αν κάποτε καταγράψω από ποίους και γιατί ξεκίνησαν οι φαιδροί «ανθενωτισμοί» τότε όσοι «ελογίσαντο (προδοσίες) απετύφλωσεν  η κακία αυτών» ( Παρ. β΄ 21). Κανείς μέχρι σήμερα σοβαρός Ορθόδοξος κληρικός ή θεολόγος «Μήδισε», απ' εναντίας πολλά διεστώτα θέματα διευκρινίστηκαν και σοβαρές αρχαίες αντιλήψεις επανεισάχθηκαν στη Δύση εκ της Ανατολής. Μάλιστα αντί να συντροφεύσουμε αδελφικά τους βηματισμούς αυτούς, εκστομίζονται  γραιώδη «Αναθέματα» που εκθέτουν ανεπανόρθωτα  στην Οικουμένη το σύνολο της εν Ελλάδι Ιεραρχίας.
Οι Σέρβοι έδειξαν στον Αρτέμιο την πόρτα, οι Έλληνες, τί;  Εύλογα απορώ!
Εκεί στην Αυστραλία που κατέφυγαν κάποιοι «κυνηγοί» της αρχιεροσύνης  δεν έμαθαν ότι το όπλο των ιθαγενών, το μπούμερανγκ, όταν εξαπολύεται επιστρέφει στον εκτοξευτή του; Είναι δυνατόν να μη λειτουργήσει έτσι δυναμικά  ο πνευματικός νόμος για όσους «κατευτελίζουν» την αρχιερατική αυθεντία τους (στ΄ Κανών της Σαρδικής) με αυτοσχέδια «Αναθέματα»  ιερού πολέμου που ερεθίζουν ετεροδόξους,  ετεροθρήσκους και ομοδόξους όπως  ο υπογράφων; 
________________

ΥΓ.   Έχω πάντα την  εντιμότητα της υπογραφής μου επί 60ετία, φέροντας την τιμή τριών Πατριαρχών της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας, και  ποτέ δεν  φόρεσα  το προσωπείο άφαντου ομογενούς, όπως κάποιοι φθηνοί δικολάβοι.

Α.Π.

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

τι λέτε;;;;; έχετε την επίγνωση των ανοησιών που γράφετε;;;;; πρός καθε Ορθόδοξο Χριστιανό: αυτο το μπλόγκ είναι ουνιτικο!!!!!!!!